παλιοδουλειά

παλιοδουλειά
η
1. άχαρη και χωρίς ενδιαφέρον δουλειά
2. ύποπτη υπόθεση, ύποπτη επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + δουλειά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • σκατοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά ελεεινή, πολύ κουραστική και κακοπληρωμένη, παλιοδουλειά 2. ύπουλη και επιλήψιμη ενέργεια, βρομοδουλειά, κατεργαριά («τήν έκανε πάλι τη σκατοδουλειά του») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”